tropiezo - ορισμός. Τι είναι το tropiezo
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι tropiezo - ορισμός


tropiezo      
tropiezo (de "tropezar")
1 ("Tener un") m. *Falta, *equivocación, *desacierto o indiscreción que alguien comete. Tropezón. *Contratiempo sufrido por una persona, como consecuencia de algo hecho por ella. Particularmente, por una mujer en sus relaciones con un hombre. Desliz, mal paso.
2 Persona con quien se comete.
3 Cualquier *desgracia o *contratiempo.
4 *Discusión o manifestación de una desavenencia entre dos o más personas. Choque.
tropiezo      
sust. masc.
1) Aquello en que se tropieza. Lo que sirve de estorbo o impedimento.
2) fig. Falta o yerro.
3) fig. Causa de la culpa cometida.
4) fig. Persona con quien se comete- o desgracia en general.
5) fig. Riña o quimera.
6) Oposición tenaz en los dictámenes.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για tropiezo
1. Pero también tuvo un tropiezo en su debut como fondista.
2. Ésta, cuando menos, ofrece la posibilidad de un tropiezo literal.
3. Los donostiarras, ahora, deben esperar un tropiezo ajeno.
4. Tras ese primer tropiezo, volvió a intentarlo por su cuenta.
5. Un nuevo tropiezo puede resultar gravísimo para la historia del teatro.
Τι είναι tropiezo - ορισμός